- σαξιφραγίδες
- οι, Νβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σαξιφραγώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. νεολατ. saxifragaceae. Βλ. και λ. σαξιφράγα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιτέλλα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σαξιφραγίδες, με μικρά άνθη ενωμένα σε βότρυς … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
ορτανσία — Κοινή ονομασία πολλών ειδών και ποικιλιών, που ανήκουν στο γένος υδράνζεα ή υδραγγείο της οικογένειας των Σαξιφραγιδών (δικοτυλήδονα) και κατάγονται από την κεντρική Ασία και την Αμερική. Το γνωστότερο είδος, που καλλιεργείται ευρύτατα στους… … Dictionary of Greek
παρνασ(σ)ία — η βοτ. γένος ποώδους πολυετούς αγγειόσπερμου δικότυλου φυτού τής οικογένειας σαξιφραγίδες που περιλαμβάνει 15 περίπου είδη ιθαγενή τών εύκρατων και αρκτικών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία μερικά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για… … Dictionary of Greek
ροδγερσία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη … Dictionary of Greek
σαξιφράγα — και σαξιφράγκα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη, με 300 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saxifraga (herba), θηλ. τού επιθ.… … Dictionary of Greek
τιαρέλ(λ)α — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και περιλαμβάνει 6 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών με όρθιο λεπτό βλαστό, τα οποία είναι ιθαγενή τών εύκρατων περιοχών τής Βόρειας… … Dictionary of Greek
υδρανζέα — η, Ν βοτ. άλλη, επιστημονική ονομασία τής ορτανσίας, γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και έχει 25 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydranzea (< υδρ[ο] * +… … Dictionary of Greek
φιλάδελφος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στους Λεοντίνους της Σικελίας στα χρόνια του Δεκίου (249 251) μαζί με τους Αλφειό και Κυπρίνο. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο τόπο και χρόνο, μαζί με τους Διομήδη … Dictionary of Greek